κληρονομώ

κληρονομώ
και -άω (AM κληρονομῶ, -έω, Α δωρ. τ. κλαρονομῶ) [κληρονόμος]
1. γίνομαι κάτοχος ενός χρηματικού ποσού ή κινητού πράγματος, το οποίο περιέρχεται σε μένα από κληρονομιά, γίνομαι κληρονόμος, παίρνω κάτι ως μερίδιο από κληρονομιά (α. «κληρονόμησε από τον πατέρα του τριάντα εκατομμύρια» β. «ἐπεθύμεις κληρονομεῖν... τὰ κτήματα καὶ τὸν πίθον», Λουκιαν.
γ. «ἐκληρονόμησε δὲ και τήν μητρυιὰν ἀγαπηθείς ὥσπερ υἱὸς ὑπ' αὐτῆς», Πλούτ.)
2. παίρνω σωματική ή ψυχική ιδιότητα από γονείς ή από προγόνους (α. «τη σπατάλη τήν κληρονόμησε από τον πατέρα του» β. «ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν», Ισοκρ.)
3. αφήνω κληρονομιά, αφήνω κληρονόμο, κληροδοτώ («ἀγαθὸς ἀνὴρ κληρονομήσει υἱούς υἱῶν», ΠΔ)
4. λαμβάνω, αποκτώ κάτι (α. «κληρονομήσειν παρά... τοῖς Ἕλλησι τήν έπ' ἀσεβείᾳ δόξαν», Πολ. β. «ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει», ΚΔ)
μσν.
1. διανέμω, δωρίζω σε κλήρους
2. σφετερίζομαι την περιουσία κάποιου, αρπάζω τα υπάρχοντά του και τόν εκδιώκω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κληρονομώ — κληρονομώ, κληρονόμησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. κληρονομάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κληρονομώ — και κληρονομάω κληρονόμησα, κληρονομήθηκα, κληρονομημένος 1. παίρνω κληρονομιά: Κληρονόμησε την περιουσία του θείου του. 2. παίρνω σωματική ή ψυχική ιδιότητα από τους γονείς ή τους προγόνους: Την ασθένεια αυτή την κληρονόμησε από τον πατέρα της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κληρονομῶ — κληρονομέω inherit pres subj act 1st sg (attic epic doric) κληρονομέω inherit pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμω — κληρόνομος heir masc nom/voc/acc dual κληρόνομος heir masc gen sg (doric aeolic) κληρονόμος masc nom/voc/acc dual κληρονόμος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμῳ — κληρόνομος heir masc dat sg κληρονόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομίζω — (Α) (μτγν. τ.) κληρονομώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κληρονομώ, με σχηματισμό κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • PARENTES — a PARIENDO dicti, magno in honore ubique habiti sunt. Cum enim natura exiguam hominibus vitae periodum circumscripserit, eiusque usuram dederit, tamquam pecuniae, nullâ praestitutâ die, facile suis exhauriretur civitas civibus, nisi cives… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγχιστεύω — ἀγχιστεύω (Α) 1. βρίσκομαι κοντά ή πάρα πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι: «γῆ ἀγχιστεύουσα πόντῳ» (Ευρ. Τρωάδες, στίχ. 224) 2. είμαι ο νόμιμος κληρονόμος κάποιου που πέθανε, λόγω στενής συγγένειάς μου προς αυτόν 3. (στην ΠΔ) α) «ἀγχιστεύω τινά»,… …   Dictionary of Greek

  • ακληρονόμητος — η, ο (Μ ἀκληρονόμητος, ον) [κληρονομῶ] αυτός που δεν έχει κληρονόμους νεοελλ. αυτός που δεν κληρονομήθηκε, που δεν περιήλθε σε κληρονόμους …   Dictionary of Greek

  • αλληλοκληρονομώ — και ούμαι (Μ ἀλληλοκληρονομῶ, οῦμαι) είμαι νόμιμος κληρονόμος κάποιου που είναι ταυτόχρονα κληρονόμος δικός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + κληρονομῶ ( οῦμαι). ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αλληλοκληρονομία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”